φοινίκασπις

φοινίκασπις
-άσπιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει ασπίδα πορφυρού χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -ασπις (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. μίκρ-ασπις, χάλκ-ασπις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φοινικάσπιδες — φοινίκασπις bearing red shields fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”